- ειδοποιητήριος
- -α, -ο1. αυτός με τον οποίο γίνεται ειδοποίηση, αυτός που γίνεται για ειδοποίηση («ειδοποιητήρια επιστολή», «ειδοποιητήριος πυροβολισμός»)2. το ουδ. ως ουσ. το ειδοποιητήριοέγγραφο με το οποίο γίνεται η ειδοποίηση.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ειδοποιητήριος μαρτυρείται από το 1889 στον Νικόλαο Κοντόπουλο, ενώ ο ουσιαστικοποιημένος τύπος της (το ειδοποιητήριον) από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδας).
Dictionary of Greek. 2013.